- τυφλόπους
- τυφλό-πους, ποδος, ὁ, ἡ,A with blind foot, of Oedipus, E.Ph.1549 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυφλόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ πους)] … Dictionary of Greek
τυφλόπουν — τυφλόπους with blind foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek